θεληματεύω

θεληματεύω
(Μ θεληματεύω και θεληματεύγω) [θέλημα]
1. κάνω το θέλημα κάποιου, υπακούω
2. συγκατανεύω, αποδέχομαι κάτι, επιτρέπω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”